- εὐδιαλύτους
- εὐδιάλυτοςeasy to undomasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… … Dictionary of Greek
ηλιοτροπίνη — Φαινολική αλδεΰδη, με χημικό τύπο CH2O2 C6H3CHO. Είναι ο μεθυλαιθέρας της πρωτοκατεχικής αλδεΰδης και βρίσκεται στα λουλούδια του ηλιοτροπίου, στο περικάρπιο της βανίλιας και σε μερικά αιθέρια έλαια. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους με πολύ… … Dictionary of Greek